- καταπύθομαι
- κατα-πύθομαι (πύθω): become rotten, rot away, Il. 23.328†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καταπύθω — (Α) 1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι 2. παθ. καταπύθομαι σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»] … Dictionary of Greek